- ημεραλωπία
- Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε παιδιά που διατρέφονται τεχνητά με γάλα μικρής περιεκτικότητας σε λίπος και πλούσιο σε ζάχαρη.
Η συχνότερη επιπλοκή της η. είναι η οφθαλμία, δηλαδή η εκφύλιση του επιπεφυκότα του ματιού. Στον ενήλικο, η άφθονη χορήγηση μεγάλων δόσεων βιταμίνης Α και μια δίαιτα πλούσια σε λίπος προκαλούν ραγδαία υποχώρηση των ενοχλημάτων.
* * *η [ημεράλωψ]ιατρ. σύμπτωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντική ελάττωση τής όρασης από τη στιγμή που το φως τής ημέρας ελαττώνεται.
Dictionary of Greek. 2013.