ημεραλωπία

ημεραλωπία
Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε παιδιά που διατρέφονται τεχνητά με γάλα μικρής περιεκτικότητας σε λίπος και πλούσιο σε ζάχαρη. Η συχνότερη επιπλοκή της η. είναι η οφθαλμία, δηλαδή η εκφύλιση του επιπεφυκότα του ματιού. Στον ενήλικο, η άφθονη χορήγηση μεγάλων δόσεων βιταμίνης Α και μια δίαιτα πλούσια σε λίπος προκαλούν ραγδαία υποχώρηση των ενοχλημάτων.
* * *
η [ημεράλωψ]
ιατρ. σύμπτωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντική ελάττωση τής όρασης από τη στιγμή που το φως τής ημέρας ελαττώνεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεράλωψ — ο, η (Α ημεράλωψ) αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός τού οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως τής ημέρας ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + παρέκταση αλ κατ αναλογία προς το νυκτ άλ ωψ* + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”